βρίσκεστε εδώ: Αρχική σελίδα \ Ενεργειακά Τζάκια

Διπλασιάστηκαν φέτος οι αγορές ξυλόσομπας

Οι ξυλόσομπες επιστρέφουν στα ελληνικά σπίτια σαν αποτέλεσμα της αγωνιώδους προσπάθειας των πολιτών να κάνουν προσιτό το κόστος της θέρμανσης, μετά την απογείωση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης στα επίπεδα του 1,4 – 1,6 ευρώ το λίτρο. Οι αγορές ξυλόσομπας έχουν σχεδόν διπλασιαστεί φέτος, ενώ σε πολλά σπίτια ανοίγονται τρύπες για να βγουν τα γνωστά «μπουριά». Η βαριά λιτότητα και η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση του πετρελαίου θέρμανσης οδηγούν τα νοικοκυριά σε λύσεις που έμοιαζαν ξεχασμένες και ξεπερασμένες. Και όμως οι ξυλόσομπες επιστρέφουν, συχνά με νέα, σύγχρονη όσο και εντυπωσιακή εμφάνιση, υψηλότερη απόδοση και νέες δυνατότητες. Παρ’ όλα αυτά η εγκατάσταση μιας ξυλόσομπας σημαίνει νέα έξοδα και νέες έννοιες, όπως η καθαριότητα της στάχτης, της καπνοδόχου κ.λπ.

Διάφορα είδη

Οι πιο κλασικές και πλέον συνηθισμένες στις πωλήσεις είναι οι μαντεμένιες ξυλόσομπες, με κόστος αγοράς από 150 ευρώ μέχρι 250 – 300 ευρώ. Οι λεγόμενες ενεργειακές ξυλόσομπες έχουν πιο μικρή εστία, αλλά μεγάλη απόδοση και είναι φτιαγμένες από ατσάλι. Οι ενεργειακές ξυλόσομπες έχουν συνήθως πολύ πιο όμορφη εμφάνιση, μικρότερη κατανάλωση, αλλά είναι αρκετά ακριβότερες, καθώς ξεκινούν από 250 ευρώ και φτάνουν και τα 650 ευρώ.

Μια μεγάλη ξυλόσομπα μπορεί να ζεστάνει ικανοποιητικά το καθιστικό και να διαχύσει θερμότητα και στα γειτονικά δωμάτια. Ακόμα μεγαλύτερη συμβολή στη θερμική ασπίδα του σπιτιού μπορεί να έχουν οι ξυλόσομπες που συνδέονται με το καλοριφέρ. Στην περίπτωση αυτή, το νοικοκυριό αποκτά κεντρική θέρμανση (με την ποιότητα που αυτή έχει), αλλά με καύσιμο ξυλεία και όχι πετρέλαιο. Το κόστος της θέρμανσης μειώνεται μέχρι και στο 1/3.

Το κόστος τέτοιων συστημάτων κινείται από 500 – 900 ευρώ, ενώ το συνολικό κόστος εγκατάστασης από 750 – 1.500 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, με τις σημερινές τιμές μπορεί να γίνει απόσβεση σε δύο χρόνια.

Ο βασικός λόγος που οδηγεί στη στροφή στις ξυλόσομπες είναι ο οικονομικός. Η τιμή των καυσόξυλων είναι ακόμα σχετικά μικρή, αν και ανεβαίνει μαζί με τη ζήτηση. Σήμερα τα ξύλα πωλούνται 180 – 200 ευρώ ο τόνος στην Αθήνα (με ιδιαίτερα ανοδικές τάσεις), ενώ δεν λείπουν περιπτώσεις στα νότια προάστια που η τιμή πώλησης έχει ξεπεράσει τα 220 ευρώ. Στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, με τον πολύ πιο βαρύ χειμώνα, το καύσιμο ξύλο πωλείται στη μισή τιμή, ενώ στη Θεσσαλονίκη κινείται γύρω στα 140 ευρώ. Ομως, υπάρχει ο κίνδυνος να ανέβουν αρκετά οι τιμές, καθώς η ζήτηση τείνει να διπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι.

Για να είναι αποδοτική η καύση στις ξυλόσομπες, η ξυλεία πρέπει να μην έχει υγρασία, καθώς η παραγωγή υδρατμών όχι μόνο ρίχνει την απόδοση της καύσης, αλλά φθείρει και τις καμινάδες. Για να αποφύγει ο καταναλωτής την υγρασία, καλό είναι να προμηθεύεται την ξυλεία όσο το δυνατόν νωρίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφεύγει την αγορά ξύλου αργά το φθινόπωρο ή τον χειμώνα και να προσέχει να μην έχουν πρόσθετη υγρασία. Ασυνείδητοι έμποροι ξυλείας καταβρέχουν τα καυσόξυλα, έτσι ώστε να ανέβουν το βάρος και η τιμή τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο νέος Αγορανομικός Κώδικας προβλέπει ότι η πώληση θα γίνεται με βάση την μονάδα όγκου (κυβικό μέτρο) και όχι βάρους (κιλά, τόνοι).

Βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καίγονται ξύλα με χημικές προσμείξεις (ή βαμμένα), γιατί εκλύουν τοξικές ενώσεις όταν καίγονται. Από την άποψη αυτή, οι καταναλωτές πρέπει να αποφεύγουν προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά και διαφημίζουν ότι είναι εμποτισμένα με διάφορα επιβραδυντικά καύσης κ.λπ.

Τα καλύτερα ξύλα

Βεβαίως, κάθε ξύλο δεν είναι το ίδιο. Την καλύτερη απόδοση έχουν η δρυς, η ελιά και η οξιά. Πολύ καλύτερη απόδοση από τα κλασικά καυσόξυλα έχουν οι λεγόμενες μπριγκέτες, δηλαδή επεξεργασμένα κομματάκια ξύλου, που αποτελούνται 100% από συμπιεσμένο ξύλο, χωρίς χημικά ή άλλα πρόσθετα. Οι μπριγκέτες έχουν πάρα πολύ καλύτερη καύση, με αποτέλεσμα καλύτερη θέρμανση και μικρότερες εκπομπές μικροσωματιδίων. Πολύ καλή απόδοση έχουν όταν προέρχονται από ελαιοπυρήνα. Επίσης μπορεί να αποτελούνται από συμπιεσμένα πριονίδια και άλλα κατάλοιπα ξυλείας. Στην περίπτωση αυτή γίνεται και ανακύκλωση. Βεβαίως είναι πολύ ακριβότερες από την απλή ξυλεία (400 – 500 ευρώ ο τόνος), αλλά έχουν και πολύ υψηλότερη απόδοση.

Η στροφή στις ξυλόσομπες (όπως και η καύση των πέλετ – συσσωματώματα ξυλείας) έγινε δυνατή μετά την άρση της απαγόρευσης καύσης βιομάζας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη πριν από ένα χρόνο. Απαιτείται όμως παρακολούθηση για να μην ξεφύγουν οι εκπομπές καυσαερίων.

Παράνομη υλοτόμηση και αιωρούμενα μικροσωματίδια

Το ξύλο είναι βιομάζα και ο κύκλος της καύσης του είναι ουδέτερος όσον αφορά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: δηλαδή, όταν καίγεται, απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα το CO2 που είχε αποθηκευθεί στο δέντρο. Με την ανανέωση του δάσους, το CO2 αυτό θα συγκεντρωθεί εκ νέου. Με αυτή την έννοια, η καύση ξυλείας ή προϊόντων υπολειμμάτων ξυλείας δεν προκαλεί εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και δεν ενισχύει την κλιματική αλλαγή. Θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλική προς το περιβάλλον;

Κάτι τέτοιο ισχύει στην περίπτωση που η υλοτόμηση για τα καυσόξυλα δεν είναι καταστροφική για το δάσος. Δυστυχώς, ειδικά το τελευταίο έτος, η αλματώδης αύξηση της ζήτησης φτηνού ξύλου σε συνδυασμό με την υποχώρηση της οργανωμένης και βιώσιμης υλοτομίας και την τεράστια αδυναμία των μηχανισμών ελέγχου, έχουν οδηγήσει στην παράνομη και καταστροφική για τον δασικό πλούτο της χώρας υλοτομία. Ενδεικτικό του προβλήματος είναι ότι το 2011, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος, κατασχέθηκαν 6.644 τόνοι παράνομα υλοτομημένης ξυλείας σε ολόκληρη την επικράτεια. Φέτος, το πρόβλημα θα έχει ακόμα μεγαλύτερη έξαρση.

Εάν όμως η καύση βιομάζας λειτουργεί θετικά σε σχέση με το πετρέλαιο (και τους υδρογονάνθρακες εν γένει) για την κλιματική αλλαγή, υπάρχει κίνδυνος να πυκνώσει απότομα το νέφος των πόλεων. Παρότι οι σύγχρονες ξυλόσομπες είναι πολύ πιο αποδοτικές από αυτές που είχαμε στα χωριά, οι εκπομπές αιωρούμενων μικροσωματιδίων είναι αυξημένες σε σχέση με άλλες μορφές. Ευρωπαϊκή έρευνα, που διεξήχθη το 2001 – 2005 στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Carbosol, έδειξε ότι το 50 – 70% της χειμωνιάτικης ρύπανσης, με βλαβερές για την υγεία ενώσεις άνθρακα, προέρχεται από την καύση βιομάζας! Από τις ίδιες πηγές προέρχεται μεγάλο μέρος (έως και το 60%) των μικροσωματιδίων τον χειμώνα. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία θα πρέπει να είναι έτοιμη για επιπλέον μέτρα αντιμετώπισης του νέφους, που μπορεί να επανέλθει με οξύτητα. Ηδη πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, όπου λόγω των ψυχρότερων καιρικών συνθηκών η καύση ξυλείας πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, παρατηρήθηκαν συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων σε επίπεδα επικίνδυνα για την υγεία.

(του Γιάννη Ελαφρού, Καθημερινή, 29/9/2012)