βρίσκεστε εδώ: Αρχική σελίδα \ Πετρέλαιο

Η κρίση μας πάγωσε

Βαριά ρούχα, χοντρές κάλτσες και παπλώματα επιστράτευσαν οι Ελληνες τον περυσινό, βαρύ χειμώνα, «παροπλίζοντας» λόγω οικονομικής ανέχειας τα ευρωβόρα συστήματα θέρμανσης. Κλειστός ήταν ο καυστήρας πετρελαίου αλλά και το φυσικό αέριο, εκτός λειτουργίας τα κλιματιστικά, για να γλιτώσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό από το… τσουρούφλισμα των καυτών λογαριασμών. Αν και ο χειμώνας 2011-2012 ήταν περίπου 35% βαρύτερος από εκείνον του 2010-2011, η ενεργειακή κατανάλωση, αντί να αυξηθεί, μειώθηκε κατά 35%. Ιδιαίτερα στα χαμηλά εισοδήματα (από 0 ως 10.000 ευρώ ετησίως) καθώς και στα μεσαία εισοδήματα (20.000 με 30.000 ευρώ ετησίως) παρατηρήθηκε ακόμη μεγαλύτερη μείωση, η οποία έφθανε το 42,5% και το 41% αντιστοίχως. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι για τα χαμηλά εισοδήματα πολύ σημαντικός αριθμός νοικοκυριών δεν χρησιμοποίησε σχεδόν κανένα σύστημα θέρμανσης για όλον τον χρόνο.

Τα συμπεράσματα της εν εξελίξει έρευνας των Πανεπιστημίων Αθηνών, Πειραιώς, Δυτικής Ελλάδας, των Πολυτεχνείων Κρήτης και Θεσσαλονίκης και του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς εφέτος τα νέα μέτρα λιτότητας θα λεηλατήσουν έτι περαιτέρω τα εισοδήματα των ελλήνων πολιτών, ενώ οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου θέρμανσης θα κάνουν ακόμη πιο απαγορευτική τη βασική ανάγκη των πολιτών για θέρμανση. Αν και ο χειμώνας 2011-2012 ήταν για όλη τη χώρα, αλλά κυρίως για τη Βορειοδυτική Ελλάδα, ο πιο βαρύς των τελευταίων πενήντα χρόνων (από το 1961 οπότε υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία της ΕΜΥ ως σήμερα), οι πολίτες σε πόλεις και χωριά μείωσαν την ενεργειακή κατανάλωση για θέρμανση κατά 35% σε σύγκριση με τον προηγούμενο χειμώνα (2010-2011). Κι αυτό τη στιγμή που στα βόρεια της χώρας οι εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες συνοδεύθηκαν και από χιονόστρωση που έφθασε ακόμη και τις 70 ημέρες.

Οπως εξηγεί ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μάνθος Σανταμούρης, συνολικά, με βάση την κατανάλωση του πρώτου χειμώνα 2010-2011 (μέση κατανάλωση 122,5 kwh ανά m²) και τις θερμαντικές ανάγκες του δεύτερου χειμώνα (2011- 2012), που ήταν βαρύτερος, η μέση ενεργειακή κατανάλωση αναμενόταν να είναι 167,7 kwh/m².

Ωστόσο η μέση κατανάλωση του δεύτερου χειμώνα ήταν μόλις 109,6 kwh/m², δηλαδή περίπου 35% μικρότερη από αυτήν που ανέμεναν οι επιστήμονες με βάση τις κλιματικές συνθήκες και κατά περίπου 11% μικρότερη σε απόλυτες τιμές. Με λίγα λόγια, η οικονομική κρίση μείωσε την ενεργειακή κατανάλωση του δεύτερου ψυχρότερου χειμώνα κατά το ένα τρίτο σε σχέση με αυτό που φυσιολογικά αναμενόταν.

Πάντως, όπως σχολιάζει ο κ. Σανταμούρης, άσχετα από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τον βαρύ χειμώνα, η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση στα ελληνικά νοικοκυριά είναι, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, εξαιρετικά υψηλή και σχεδόν αγγίζει τιμές κατανάλωσης βόρειων ευρωπαϊκών κτιρίων, και μάλιστα μέτριας κατασκευαστικής ποιότητας.
Αιτία γι’ αυτή τη σπατάλη ενέργειας; Η επί δεκάδες χρόνια αδράνεια της ελληνικής Πολιτείας να θεσπίσει νόμους και προδιαγραφές για τη θερμική ποιότητα των κατασκευών και η έλλειψη ενδιαφέροντος από την ελληνική κατασκευαστική βιομηχανία που προσθέτει σήμερα μια τεράστια «ποινή» στα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία καλούνται να καλύψουν – στη μέση της πιο μεγάλης οικονομικής κρίσης – τις παραλείψεις των κυβερνώντων.

Πάντως ο περιορισμός των ενεργειακών δαπανών και η μείωση κάλυψης των αναγκών θέρμανσης, όπως προκύπτει από την έρευνα, είναι δυσανάλογος με τη μείωση του εισοδήματος των Ελλήνων. Για παράδειγμα, ενώ η συνολική μείωση του μέσου καθαρού οικογενειακού εισοδήματος των εμπλεκομένων στην έρευνα νοικοκυριών ήταν 14%, η κάλυψη των μέσων ενεργειακών αναγκών μειώθηκε πολύ περισσότερο, δηλαδή κατά 35%, ενώ η μέση κατανάλωση μειώθηκε κατά 11%.
«Αποδεικνύεται δηλαδή ότι υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στη μείωση του εισοδήματος και στη μείωση της κατανάλωσης για θέρμανση, με πολύ βαριές όμως συνέπειες στην ποιότητα ζωής των πολιτών, καθώς αυτό μεταφράζεται σε μείωση του χρόνου θέρμανσης κατά 35% μέσα σε μια τυπική ημέρα, καθώς και μείωση των επιπέδων στα οποία ρυθμίζεται ο θερμοστάτης μέσα στο σπίτι» εξηγεί ο κ. Σανταμούρης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως αναφέρει ο καθηγητής, έχει το γεγονός ότι στα μικρά εισοδήματα (0 με 10.000 ευρώ) η ενεργειακή κατανάλωση μειώθηκε κατά 42,5%, με πολύ μεγάλο αριθμό νοικοκυριών να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τις ελάχιστες ανάγκες θέρμανσης.

«Αν λάβει κανείς υπόψη ότι το μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτού αποτελείται από ευπαθείς και ανήμπορους πολίτες, αντιλαμβάνεται εύκολα το μέγεθος του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί» αναφέρει ο ίδιος.

Σύμφωνα με τον Σανταμούρη, η μέση κατανάλωση τη χειμερινή περίοδο 2010-2011 γι’ αυτά τα χαμηλά εισοδήματα ήταν 82,7 kWh/m² (κιλοβατώρες ανά τετραγωνικό μέτρο τον χρόνο). Τον επόμενο χειμώνα, ο οποίος ήταν πολύ πιο βαρύς, η κατανάλωση έπεσε στις 64,9 kWh/m², ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών, αναμενόταν λογικά να αυξηθεί και να φθάσει λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών στις 113 kWh/m² τον χρόνο. Αντιστοίχως, η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης στα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα 20.000 – 30.000 έφθασε το 41%.
Σημειώνεται ότι η κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις ήταν και είναι σε απόλυτη τιμή και ανά τετραγωνικό μέτρο κατοικίας περίπου η μισή απ’ ό,τι στις υψηλές τάξεις.
Η έρευνα δείχνει ότι και στα μεσαία εισοδήματα υπήρξε επίσης σημαντική μείωση της ενεργειακής δαπάνης.
Αντίθετα, στα υψηλά και στα πολύ υψηλά εισοδήματα η κατανάλωση αυξήθηκε τον περασμένο χειμώνα ως και 10% σε σύγκριση με εκείνον του 2010-2011, γεγονός πλήρως αναμενόμενο δεδομένου ότι οι ομάδες αυτές του πληθυσμού δεν επηρεάζονται από την οικονομική κρίση.

Πολυκατοικίες
Τους «έκαψαν» οι τιμές του πετρελαίου

Σημαντική μείωση στην ενεργειακή κατανάλωση καταγράφηκε στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Για τους ιδιοκτήτες μονοκατοικιών φαίνεται ότι ήταν ευκολότερη η απόφαση να ανοίξουν τον διακόπτη της θέρμανσης.

Ειδικότερα, στα 452 διαμερίσματα (75,6% του συνόλου των κατοικιών της μελέτης) η μέση ενεργειακή κατανάλωση τον χειμώνα 2010-2011 ήταν 124,8 kWh/m² ενώ τον χειμώνα 2011-2012 έπεσε στις 103,4 kWh/m². «Πρόκειται για μείωση κατά 17% σε απόλυτες τιμές, η οποία όμως αντιστοιχεί σε μείωση κάλυψης των πραγματικών αναγκών θέρμανσης κατά 40% δεδομένης της πρόσθετης κλιματικής επιβάρυνσης του περασμένου χειμώνα» επισημαίνει ο κ. Σανταμούρης.

Αντίθετα στις 146 μονοκατοικίες η μέση ενεργειακή κατανάλωση τον πρώτο χειμώνα ήταν 163,2 kWh/m² και τον δεύτερο χειμώνα 148,1 kWh/m² (μείωση της κατανάλωσης κατά 9,3%, που αντιστοιχεί σε μείωση κάλυψης των αναγκών θέρμανσης κατά 32%).
Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στην αδυναμία κάλυψης του σχετικού κόστους από την πλευρά των ενοίκων των πολυκατοικιών, η οποία όμως στο τέλος διαμορφώνει την τελική προμήθεια ενεργειακών πόρων και ιδίως του πετρελαίου θέρμανσης.

Με δεδομένη πλέον τη σημαντική αύξηση του κόστους του πετρελαίου θέρμανσης, αναμένεται ότι ο εφετινός χειμώνας θα είναι ιδιαίτερα δύσκολος στις ελληνικές πολυκατοικίες.

Η σημαντικά μεγαλύτερη κατανάλωση που παρατηρείται στις μονοκατοικίες οφείλεται στις πρόσθετες θερμικές απώλειες που παρουσιάζουν σε σχέση με τα διαμερίσματα λόγω του ότι πολύ μεγαλύτερο μέρος του κελύφους τους είναι εκτεθειμένο.

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα διαμερίσματα είχαν μέση ηλικία 28 έτη, μέση επιφάνεια περίπου 90 m² ενώ το μέσο εισόδημα τριετίας των ιδιοκτητών ήταν περίπου 23.000 ευρώ. Τα αντίστοιχα στατιστικά για τις μονοκατοικίες ήταν 31 έτη, 120 m² και 27.126 ευρώ.

Οι πηγές της ζέστης
Επιμένουμε ενεργοβόρα

Τον περασμένο δριμύ χειμώνα περισσότερες από τις μισές κατοικίες που ελέγχθηκαν από τους ερευνητές θερμάνθηκαν με πετρέλαιο και κλιματισμό (53,2% των κατοικιών). Μόνο με πετρέλαιο ζέστανε το σπίτι της η μία στις τέσσερις οικογένειες, ενώ περίπου 9% των νοικοκυριών έκαναν χρήση μόνο κλιματιστικού.

Ενα στα 20 σπίτια θερμάνθηκε με φυσικό αέριο και ένα 5% με άλλη ενεργειακή πηγή. Είναι άξιο αναφοράς ότι καταγράφηκε ένα ποσοστό 3% κατοικιών στις οποίες οι ιδιοκτήτες δεν έκαναν χρήση ούτε πετρελαίου, ούτε φυσικού αερίου, ούτε κλιματιστικού, ούτε άλλης ενεργειακής πηγής.

Παρ’ όλα αυτά, οι Ελληνες προτίμησαν να… βάλουν μία μπλούζα παραπάνω παρά να προχωρήσουν σε αλλαγές των πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούν και να αναζητήσουν μια εναλλακτική μέθοδο θέρμανσης (όπως είναι π.χ. οι σόμπες ή οι καυστήρες πέλετ).

Αλλωστε μια νέα εγκατάσταση απαιτεί έξτρα κονδύλια. Ετσι, μόνον οι ιδιοκτήτες 40 κατοικιών (δηλαδή 6,7% του συνόλου) δήλωσαν ότι τοποθέτησαν άλλη ενεργειακή πηγή. Από αυτούς 17 (2,8% του συνόλου) κατάργησαν τους καυστήρες πετρελαίου και έβαλαν φυσικό αέριο, ενώ στα πολύ χαμηλά εισοδήματα καταγράφηκε μια μικρή τάση στροφής προς τη χρήση κλιματιστικών.

Η ανάλυση των στοιχείων αυτών αποδεικνύει ότι οι πολίτες αισθάνονται αδιέξοδο όσον αφορά τις δυνατότητες και τις προοπτικές που διαθέτουν ώστε να μειώσουν το ετήσιο ενεργειακό κόστος μια και δεν υπάρχει ασφαλής πληροφόρηση για τις εναλλακτικές μεθόδους θέρμανσης, το φυσικό αέριο καλύπτει δυστυχώς μικρό τμήμα της Αττικής, η ηλεκτρική ενέργεια είναι σχετικά ακριβή, ενώ οι δαπάνες που απαιτούνται για την εγκατάσταση ενός εναλλακτικού συστήματος, συνήθως αμφίβολης απόδοσης, είναι συχνά απαγορευτικές.

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι ελάχιστοι πολίτες αντιμετώπισαν την προοπτική βελτίωσης του κελύφους των κτιρίων τους ώστε να μειώσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση. Η βελτίωση των κουφωμάτων, η πιθανή προσθήκη μόνωσης, η αντικατάσταση του καυστήρα αποτελούν λύσεις που μπορούν να μειώσουν την ενεργειακή κατανάλωση στο μισό και για πάντα. Εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων, αλλά και η άγνοια των πολιτών σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας, η αδυναμία πληροφόρησης και επιλογής πιστοποιημένων προϊόντων και συστημάτων, η παραπλανητική και μη ελεγχόμενη διαφήμιση, δεν επέτρεψαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε να χρησιμοποιηθούν τέτοιες λύσεις μόνιμου χαρακτήρα.

Η ταυτότητα της έρευνας

Ερευνητική ομάδα: Μάνθος Σανταμούρης, καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Παραβάντης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Δρ Δήμητρα Φουντά, ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Διονυσία Κολοκοτσά, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης, Γιούλη Μιχαλακάκου, καθηγήτρια στο Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας, Αγις Παπαδόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τα στοιχεία συλλέχθηκαν μέσω ερωτηματολογίων την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2012.

Συνολικά συλλέχθηκαν στοιχεία από 598 κατοικίες (από Αττική, Κρήτη, Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Μακεδονία). Από αυτές οι 452 ήταν διαμερίσματα και οι 146 μονοκατοικίες.

(της Μάχης Τράτσα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 7/10/2012)