βρίσκεστε εδώ: Αρχική σελίδα \ Ενεργειακά Τζάκια

Χρυσές δουλειές για σόμπες και πέλλετ

Με μικρές φθηνές σόμπες, που προσφέρουν περιορισμένη θέρμανση, προσπαθούν τα ελληνικά νοικοκυριά να ζεστάνουν τα κρύα σπίτια τους. Οι πωλήσεις των εναλλακτικών συσκευών θέρμανσης αυξήθηκαν στο κατακόρυφο (75% σε σχέση με πέρσι), ενώ «ταβάνι χτύπησε» και η ζήτηση για τα στερεά καύσιμα (ξύλο πέλετ), καθώς, σύμφωνα με τους εμπόρους που δραστηριοποιούνται στο χώρο, φτάνει το 90%.

Με δεδομένο όμως τα άδεια πορτοφόλια των πολιτών από τους φόρους και τις μειώσεις των μισθών -όπου αυτοί ακόμη υπάρχουν- η πλειονότητα στράφηκε και εδώ στη φθηνή αγορά και όχι στα ακριβά συστήματα εναλλακτικής θέρμανσης (λέβητες-καυστήρες πέλετ).

Συστήματα, τα οποία μπορεί σε εύθετο χρόνο να εξασφαλίσουν μεγάλη μείωση του κόστους θέρμανσης, ωστόσο ο περισσότερος κόσμος αδυνατεί να καταβάλει το τίμημα αρκετών χιλιάδων ευρώ για να εξασφαλίσει στη συνέχεια οικονομία στη θέρμανση, την οποία του επιβάλλει πια ο αποδεκατισμένος οικογενειακός προϋπολογισμός του.

Από Βουλγαρία

Μεγάλος όγκος των προς πώληση σομπών προέρχεται από τη Βουλγαρία και τη Σερβία, αλλά και από τη Δ. Ευρώπη. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς που δραστηριοποιούνται στο χώρο, οι εισαγωγές σε σχέση με το 2011 αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ ακόμη μεγαλύτερη (70%) είναι η αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες.

Στο κέντρο πια, μία στις τρεις πολυκατοικίες (με επιεικείς υπολογισμούς) δεν έχει βάλει πετρέλαιο, εξηγεί ο Παναγιώτης Τσιούνης, ιδιοκτήτης εταιρείας έκδοσης κοινοχρήστων, ενώ η πτώση στην αγορά πετρελαίου θέρμανσης κυμαίνεται μεταξύ 75%-80% σε σχέση με πέρσι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρόεδρου της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδος, Μιχάλη Κιούση.

Με δεδομένο ότι οι τιμές για τις σόμπες ξύλου ξεκινούν από 450 ευρώ και φτάνουν μέχρι τα επτά χιλιάδες ευρώ, όπως εξηγεί η κ. Φιλία Αποστολάκου, ιδιοκτήτρια εταιρείας που εμπορεύεται ενεργειακές συσκευές, «πολλοί προτιμούν τις φθηνότερες λύσεις. Με πρώτη επιλογή τις σόμπες ξύλου και στη συνέχεια τις σόμπες πέλετ, το κόστος των οποίων κυμαίνεται από 1.200 μέχρι 7-8 χιλιάδες ευρώ».

Στο υψηλό ποσοστό του 80% διαμορφώνεται και η ζήτηση για τα ενεργειακά τζάκια, όπως μας λέει η ιδιοκτήτρια της ίδιας εταιρείας, χωρίς αυτό να σημαίνει τελικά ότι όλοι όσοι ρωτούν και ενδιαφέρονται, προχωρούν και στην εγκατάσταση».

«Αυτό που ζητούν οι περισσότεροι είναι λύσεις όσο το δυνατόν πιο οικονομικές και πρόχειρες», εξηγεί η Δήμητρα Τσαρίδου, συνιδιοκτήτρια σχετικής εταιρείας από τη Θεσσαλονίκη. Και προσθέτει: «Γι’ αυτό έχουν μεγάλη ζήτηση τα αξεσουάρ που κυκλοφορούν στην αγορά, όπως είναι οι εναλλάκτες τζακιού, που είναι μία γρήγορη, εύκολη και σχετικά αποδοτική λύση για την υποβοήθηση της θέρμανσης του χώρου με την καύση ξύλου, είτε στο υπάρχον παραδοσιακό τζάκι χωρίς περαιτέρω εργασίες είτε σε νέο κτιστό ή ακόμα και ως πρόσθετη απόδοση σε υπάρχουσα ή νέα ενεργειακή εστία».

Οσον αφορά τις σόμπες, που είναι πρώτη επιλογή για τους περισσότερους, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν κόπτονται για την ποιότητα της συσκευής: «Το ποσό που διαθέτουν οι πιο πολλοί είναι 300 έως 500 ευρώ. Από εκεί και πέρα, οι ακριβότερες συσκευές είναι μάλλον απαγορευτικές για τον περισσότερο κόσμο, όπως κρίνουμε τουλάχιστον από τις επιλογές του», καταλήγει.
Ο Σταύρος Καραβασιλειάδης, διευθύνων σύμβουλος εταιρείας που εμπορεύεται εισαγόμενα συστήματα εναλλακτικής θέρμανσης από τη Δ. Ευρώπη, μας εξηγεί με ποσοτικά δεδομένα την εξοικονόμηση χρημάτων που μπορούν να έχουν οι καταναλωτές: «Εστω ένα σπίτι, το οποίο θα χρειαζόταν κατανάλωση τριών τόνων πετρελαίου το χρόνο, για το χειμώνα του 2012-2013 θα χρειαστεί να δαπανήσει περίπου τα εξής χρήματα: για απλό τζάκι 4.400, για πετρέλαιο 4.050, εάν χρησιμοποιήσει συσκευές ηλεκτρικού ρεύματος 3.537 και φυσικό αέριο 3.240. Αν η θέρμανσή του προέρχεται από ενεργειακό τζάκι το αντίστοιχο ποσό είναι 2.280 ευρώ και από σόμπες πέλετ 2.280 ευρώ».

Ο ίδιος θα μας πει ότι υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό που είναι σε θέση να παρέχει όλες τις υπηρεσίες που έχει ανάγκη ο πελάτης, από την προμήθεια και πλήρωση των συστημάτων με καύσιμη ύλη-πέλετ μέχρι την ετήσια συντήρηση των καυστήρων, όπως επίσης και τη δυνατότητα αλλαγών και τροποποιήσεων στο υπάρχον σύστημα θέρμανσης της κάθε κατοικίας η επαγγελματικού χώρου». Προς το παρόν, όμως, όπως εξηγεί, υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον, το οποίο δεν μεταφράζεται και σε ανάλογες πωλήσεις.

Καυστήρες

Απ’ ό,τι φαίνεται, οι περισσότεροι όχι μόνο δεν προβαίνουν στην αγορά και στη συνέχεια σε εγκατάσταση λέβητα και καυστήρα πέλετ, οι τιμές των οποίων κυμαίνονται από 1.000 έως 11 χιλ. ευρώ (λέβητες) και από 2,5 έως 6 χιλιάδες ευρώ (καυστήρες), αλλά βολεύονται με όσο το δυνατόν πιο φθηνές και πολλές φορές ακατάλληλες συσκευές.

«Πολλοί αγοράζουν συσκευές μη πιστοποιημένες, πιστεύοντας υποσχέσεις οι οποίες δεν ισχύουν. Για παράδειγμα, διαβεβαιώνει ο Χ κατασκευαστής ότι η Ψ συσκευή ζεσταίνει 100 τ.μ. Σε ποιο σπίτι όμως, σε ποιο σημείο και, το κυριότερο, η προαναφερθείσα προδιαγραφή έχει ως μέτρο την πλήρη μόνωση του σπιτιού. Εδώ, ας αναρωτηθούμε όλοι, πόσα νοικοκυριά τηρούν τα στάνταρ των μονώσεων…», εξηγεί η κ. Αποστολάκου.

«Πέρα όμως από τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα», θα προσθέσει, «οι καταναλωτές προκειμένου να αγοράσουν φθηνά, εγκαθιστούν στο σπίτι τους ακατάλληλες συσκευές που έρχονται από γειτονικές χώρες, όπως είναι η Βουλγαρία και η Τουρκία και εκτίθενται ανά πάσα στιγμή στον κίνδυνο ανεξέλεγκτης ανάφλεξης από μία συσκευή που δεν τηρεί τις απαιτούμενες προδιαγραφές ασφαλείας».

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι σύμφωνα με την Πυροσβεστική Υπηρεσία, οι κλήσεις σε όλη την Ελλάδα για συμβάντα πυρκαγιών σε σπίτια εξαιτίας συσκευών εναλλακτικής θέρμανσης αυξήθηκαν σε σχέση με πέρσι κατά 40%!

Από τις τις λίγες επιχειρήσεις που παίρνουν την ανιούσα σε καιρό κρίσης είναι αυτές που ασχολούνται με την εμπορία καυσόξυλων, ενώ με ταχείς ρυθμούς αναπτύσσεται και εγχώρια βιομηχανία πέλετ. Τα τελευταία στοιχεία του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου ΑΘηνών καταδεικνύουν αύξηση 100% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εμπορία καυσόξυλων σε σχέση με το 2011, ενώ σε σύγκριση με το 2010 έχουν οκταπλασιαστεί. Συγκεκριμένα το 2010 έγιναν πέντε νέες εγγραφές, το 2011, 19 και το 2012, οι νέες εγγραφές επιχειρήσεων στο συγκεκριμένο κλάδο έφτασαν τις 38.

Νυχθημερόν δουλεύουν τα επτά εργοστάσια πέλετ, τα οποία έχουν αυξήσει την παραγωγή τους. Μάλιστα, εδώ και τρεις μήνες δημιουργήθηκαν αλλά δύο καινούργια: «Μέχρι το τέλος του χρόνου οι μονάδες παραγωγωγής πέλετ θα ξεπεράσουν τις 20.Αυτό δεν είναι τυχαίο.

Βιομάζα

Αν παρατηρήσει κανείς τις θέσεις εργασίας που ανοίγουν αυτή τη δύσκολη εποχή στη χώρα μας, θα διαπιστώσει ότι προέρχονται από τις δραστηριότητες που αφορούν τη βιομάζα και γενικότερα το επιχειρηματικό πεδίο των εναλλακτικών συστημάτων θέρμανσης», εξηγεί ιδιοκτήτης εργοστασίου στη Β. Ελλάδα.

Σε όλη την Ελλάδα λειτουργούν επίσης 32 μονάδες παραγωγής λεβήτων βιομάζας που χρησιμοποιούνται για κεντρικές θερμάνσεις πολυκατοικιών και μονοκατοικιών: «Φέτος στην ευρύτερη περιοχή Καστοριάς, Κοζάνης, Αμυνταίου, έχω εγκαταστήσει περίπου 400 λέβητες», εξηγεί ο Ιορδάνης Ξηρόκωστας, που έχει επιχείρηση εμπορίας καυσόξυλων και κατασκευής καυστήρων στην Καστοριά.

(της Ντίνας Καράτζιου, Ελευθεροτυπία, 16/1/2013)